Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Ζαφείρη, γύρω από το έργο «Μακρόνησος / Τρωάδες», με αφορμή και τη νέα θεατρική σκηνή BRECHT–2510
1. Το έργο “Μακρόνησος / Τρωάδες” συνδέει δύο τόπους-συμβολισμούς: τη Μακρόνησο και την Τροία. Πώς συναντιούνται μέσα στη σκηνοθετική σας ματιά ο ιστορικός πόνος και ο αρχαίος μύθος; Πρόκειται για έναν παραλληλισμό ή για μια νέα δραματουργική σύνθεση πάνω στην έννοια της εξορίας και της ήττας;
Η Τροία, η Μακρόνησος είναι , ταυτόχρονα, τόποι παράλληλοι: ιστορικοί όσο και συμβολικοί. Είναι κάθε τόπος όπου ο «νικητής» δεν αρκείται απλά στη Νίκη του. Αλλά θέλει να εξοντώσει σωματικά, ηθικά, συναισθηματικά, αξιακά τον «ηττημένο». (Ο ιστορικός πόνος). Έτσι πέφτει στη μέγιστη αμαρτία: την Ύβριν, κεντρική κοσμοθεωρητική αντίληψη της Τραγωδίας.Η Μακρόνησος είναι η Μεγάλη Ύβρις πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το σύγχρονο νεοελληνικό καθεστώς.
2. Στη Μακρόνησο η βία είχε ως στόχο την «αναμόρφωση» του ανθρώπου. Πώς αποτυπώνεται αυτή η ψυχολογική και ιδεολογική βία στη σκηνική γλώσσα του έργου σας; Τι ρόλο παίζει το σώμα του ηθοποιού σε αυτό το σχόλιο;
Η Βία στη Μακρόνησο ήταν σε τέτοιο και τόσα επίπεδα δομημένη που κανένα έργο τέχνης (θεατρικό, κινηματογραφικό, εικαστικό, ποιητικό, λογοτεχνικό) δεν μπορεί καν να την προσεγγίσει. 120.000 άνθρωποι κλέιδωσαν τις μνήμες τους και αρνήθηκαν να μιλήσουν γι αυτές. Ένα ανείπωτο συλλογικό Τραύμα. Στο έργο προσπαθούμε αυτή τη Βία να την περιγράψουμε με όχημα το κείμενο, το σώμα, το πρόσωπο, τη φωνή. Δεν γίνεται όμως. Φτιάχνουμε απλά ένα περίγραμμα που καλείται ο θεατής να συμπληρώσει με την καρδιά του.
3. Ο τίτλος “Μακρόνησος / Τρωάδες” υπονοεί μια διαχρονικότητα του τραύματος. Πιστεύετε ότι το ελληνικό θέατρο σήμερα μπορεί να λειτουργήσει ως χώρος επανανοηματοδότησης της συλλογικής μνήμης — ή έχουμε αποκοπεί από τέτοιες αφηγήσεις;
Πολύ σωστά! Μια διαχρονικότητα του τραύματος. Το νεο ελληνικό θέατρο προσπάθησε να επανανοηματοδοτήσει τη συλλογική μνήμη, αλλα το έκανε με τη ψυχολογία της Ήττας. Το έργο ισχυρίζεται το αντίθετο: η Μακρόνησος , τελικά, δεν ήταν σημείο Ήττας. Ήταν σημείο Νίκης. Και αυτή είναι η διαφορά με τις Τρωάδες. Η Τίσις δεν θα έρθει σε χρόνο Μέλλοντα. Είναι ήδη Παρούσα.
4. Η χρήση του πολιτικού θεάτρου είναι πάντα ένα ρίσκο σήμερα, σε μια εποχή θεατρικού μινιμαλισμού και εμπορικότητας. Πώς αντιλαμβάνεστε την πολιτική διάσταση του έργου χωρίς να υποπέσετε στον διδακτισμό;
Υπάρχει, άραγε, έργο μή πολιτικό; Ας θυμηθούμε τον Μπρέχτ: « Αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται». Κάθε έργο , λοιπόν είναι πολιτκό. Είτε με΄σω της αδιαφορίας είτε μέσω της ενεργητικής στάσης. Ο κίνδυνος του διδακτισμού είναι παντα παρών. Θα σας πω όμως την ταπεινή μου γνώμη: ξέρετε ποιοί «πέφτουν» σε διδακτισμό; Αυτοί που οι Μεγάλες Ουτοπίες δεν είναι γι αυτούς παρά ευκαιριακά οχήματα και όχι ανάγκη, βίωμα και πραγματική αγωνία.
5. Η νέα θεατρική σκηνή BRECHT–2510 φέρει ένα όνομα με ισχυρό σημειολογικό φορτίο. Τι σηματοδοτεί για εσάς αυτή η επιλογή — και ποια φιλοσοφία θέλετε να εκφράζει ο χώρος τόσο αισθητικά όσο και ιδεολογικά;
Ο Μπρέχτ δεν είναι μόνο ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα. Είναι κι ένας σπουδαίος θεωρητικός μιας πραγματικά επαναστατικής κοσμοαντίληψης αλλά και ένας καλλιτέχνης που η ζωή του, καλλιτεχνική και προσωπική, συμβάδιζε με όσα διακήρυττε. Μια τέτοια κοσμοαντίληψη θέλουμε κι εμείς να υπηρετήσουμε. Γιατί όπως είπε κι ένας μεγάλος ψεύτης « Σε μια εποχή παγκόσμιου ψεύδους, το να λες την αλήθεια είναι μια πράξη επαναστατική».
6. Στο θέατρο του Μπρεχτ, η αποστασιοποίηση γίνεται εργαλείο σκέψης. Θα λέγατε ότι στο “Μακρόνησος / Τρωάδες” ζητάτε από τον θεατή να συγκινηθεί ή να στοχαστεί; Ή μήπως τα δύο συνυπάρχουν σε μια νέα μορφή πολιτικής συγκίνησης;
Πολύ σωστή παρατήρηση. Στο “Μακρόνησος / Τρωάδες” ζητάμε από το θεατή κυρίως να στοχαστεί. Δε χρησιμοποιούμε όμως τεχνικές αποστασιοποίησης. Γιατί είναι τόσο κοντά το γεγονός-τραύμα. Γιατί δεκάδες θεατές έρχονται και, στη συνέχεια, μας εκμυστηρεύονται ότι και οι δικοί τους γονείς, παππούδες/γιαγιάδες, συγγενείς ήταν «Εκεί». Άρα θα ήταν μάλλον αδύνατο να πετύχει μαι τέτοια προσέγγιση. Και η συγκίνηση δεν έρχεται από τη Σκηνή. Έρχεται από όλες αυτές τις κατακερματισμένες μνήμες. Λες και η σκηνή είναι τα βράχια της Μακρονήσου και οι μνήμες τα κύματα που την πλαισιώνουν.

