Είδαμε την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.
Είδαμε την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.
Κάθε υποψιασμένο, θεατρικά, κοινό που ετοιμάζεται να απολαύσει ένα από τα
αθάνατα σαιξπηρικά αριστουργήματα επί σκηνής, συνήθως φτάνει στο θέατρο
κάπως επιφυλακτικό. Ιδιαιτέρως όταν γνωρίζει ότι η παράσταση που θα
ξεκινήσει εντός ολίγου έχει υποστεί διασκευή και έχει δομηθεί πάνω σε
σύγχρονες φόρμες.
Η πρώτη εικόνα που έλαβα από την σκηνή, ομολογουμένως με σόκαρε.
Παντού κρέμονταν καλώδια, στη μέση ένα νοσοκομειακό κρεβάτι και ακριβώς
πίσω του, πάνω σε μια κολώνα, καμιά εικοσαριά οθόνες στις οποίες σε λίγο θα
εμφανίζονταν καρδιακοί παλμοί. Στο κρεβάτι, ξαπλωμένος ένας υπερήλικας
που φορούσε μάσκα οξυγόνου. Είναι ο Ληρ, ο σαιξπηρικός βασιλιάς, έτσι
όπως τον απέδωσε η ευρηματική ματιά των Στρατή Πασχάλη, Στάθη
Λιβαθινού και Ελένης Μανωλοπούλου.
Επιχείρησα να φέρω στο μυαλό μου τον μύθο για εκείνον τον γηραιό ηγεμόνα
που, διαισθανόμενος το τέλος, αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στις
δύο από τις τρεις κόρες του. Στις δύο εκείνες που του χαϊδεύουν τ’ αυτιά, που
του λένε ακριβώς ό,τι εκείνος θέλει να ακούσει στα στερνά του, που τον
υμνούν ενώ παράλληλα ορκίζονται αιώνια αφοσίωση. Στην τρίτη κόρη που
ξέρει να λέει μόνο την αλήθειά της κι εκφράζει την αγάπη προς τον πατέρα
μέσα από εκείνη, ο Ληρ επιφυλάσσει μόνο κατάρες και οριστική αποπομπή.
Με κέντρο την «άδικη» ή «παράλογη» απόφαση αλλά και την πλάνη που στο
τέλος πλήττει αμείλικτα τόσο τον κεντρικό ήρωα όσο και τους υπόλοιπους
χαρακτήρες, ο ελισσαβετιανός δραματουργός θέτει ζητήματα όπως η ηθική
ανέχεια, η μοιραία έκβαση της τύχης ενός λαού που εξαρτάται από, εξίσου,
μοιραία πρόσωπα και η φαυλότητα της εξουσίας. Και βέβαια καταφέρνει να
συνταιριάξει με απαράμιλλο τρόπο την εξουσία με την τρέλα και συνακόλουθα
την τρέλα με το γήρας (άνοια).
Με αυτές τις σκέψεις, την ώρα ακριβώς που ακουγόταν το τρίτο κουδούνι, το
περίεργο και ίσως ασφυκτικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου
μετατράπηκε σε ένα κλασικό δωμάτιο νοσοκομείου όπου νοσηλεύεται ένας
γέροντας ο οποίος, ίσως μεταξύ άλλων, πάσχει από άνοια, περιστοιχισμένος
από τα παιδιά του και τον στενό του συνεργάτη. Κι έτσι, με αυτό τον τρόπο, ο
«Βασιλιάς Ληρ» μεταφέρεται από το Globe Theater του 1609 στο σήμερα για
να απευθυνθεί στο κοινό με σύγχρονους, κι ωστόσο διαχρονικούς, όρους.
Εδώ η ευρηματικότητα της κειμενικής διασκευής του Πασχάλη έρχεται να
συναντήσει την έμπειρη σκηνοθετική ματιά του Λιβαθινού: συρρίκνωση του
καστ σε οκτώ χαρακτήρες, εύστοχη συγχώνευση των χαρακτήρων του Τρελού
και του Κόμη του Κεντ, γρήγορες εναλλαγές κατά την πλοκή με αίσθηση
ανάλογου σασπένς. Και ασφαλώς, έξυπνες προσθήκες σχολιασμού της
σύγχρονης πραγματικότητας με απόλυτο σεβασμό στο κλασικό κείμενο.
Το διασκευασμένο κείμενο σε συνδυασμό με την σκηνοθεσία αλλά και την
σκηνογραφική ματιά της Μανωλοπούλου όπου τα δέντρα του δάσους είναι
κολώνες που «φύονται» οθόνες και καλώδια, χαράζουν με μαεστρία τον
δρόμο προς την παραφροσύνη προσφέροντας πεδίο για ψυχαναλυτική και
υπαρξιακή προσέγγιση.
Η τεράστια υποκριτική εμπειρία της κυρίας Μ.Αρβανίτη (βασιλιάς Ληρ)
κινητοποιείται μέσα στο συγκεκριμένο πεδίο-πλαίσιο και παράγει εξαιρετική
ερμηνεία, με κορυφαία στιγμή τον περίφημο μονόλογο του τραγικού, γηραιού
ηγεμόνα. Γενικότερα οι ερμηνείες όλων των συντελεστών της παράστασης
υπήρξαν ιδιαιτέρως ποιοτικές, ικανές να στηρίξουν επαρκώς τόσο την
ερμηνευτική αρτιότητα της πρωταγωνίστριας όσο και το αριστουργηματικό
κείμενο.
Η άκρως επιτυχημένη σκηνική τοποθέτηση-άποψη της Μανωλοπούλου
μοιάζει ανακόλουθη με την αντίστοιχη ενδυματολογική της ματιά, τουλάχιστον
ως προς την ευρηματικότητα. Εκτός αν ο τελικός σκοπός της είναι η
ενδυματολογική ουδετεροποίηση ώστε να «φωτίζονται» καλύτερα συμβολικά
στοιχεία όπως το στέμμα, το σκουφί του τρελού κ.ο.κ.
Τέλος, δεν φάνηκε καμία διάθεση πρωτοτυπίας στους φωτισμούς. Αντιθέτως,
η ανεπάρκεια της φωτιστικής κάλυψης μέρους της πλοκής που εξελισσόταν σε
δεύτερο επίπεδο, στο βάθος της σκηνής, δυσχέραινε αρκετά τη θέαση.
Παρόλο που ξεκίνησα να παρακολουθώ την παράσταση με κάθε επιφύλαξη,
όταν εκείνη τελείωσε ένιωθα ότι ήθελα κι άλλο. Ότι δεν υπήρξε κορεσμός ή
κούραση κι ότι ήταν κρίμα που έπρεπε να σηκωθώ και να αποχωρήσω. Και
τελικά, αν αυτή μου η αίσθηση δεν επικυρώνει την επιτυχία της συγκεκριμένης
παράστασης δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο πιο ισχυρό και πιο ικανό το
οποίο θα μπορούσε να την επικυρώσει. Ως εκ τούτου, τη συστήνω
ανεπιφύλακτα.
Ταυτότητα της παράστασης:
Απόδοση-διασκευή : Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-κοστούμια : Ελένη Μνωλοπούλου
Μουσική: Τηλέμαχος Μουσάς
Σχεδιασμός φώτων: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Κατσίλα
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Στην παράσταση παίζουν (με αλφαβητική σειρά) οι :
Μπέτυ Αρβανίτη, Nίκος Αλεξίου, Αντώνης Γιαννακός, Νέστορας Κοψιδάς, Ερατώ Πίσση, Γκαλ Ρομπίσα, Εύα Σιμάτου, Βιργινία Ταμπαροπούλου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Κυριακή στις 20.00
Τετάρτη στις 20.00
Πέμπτη, Παρασκευή Σάββατο στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων:
Τετάρτη/ Πέμπτη/ Παρασκευή : Κανονικό : 17 ευρώ - Άνω των
65/Φοιτητικό/ΑΜΕΑ:13 ευρώ
Σάββατο/Κυριακή : Κανονικό 20 ευρώ - Ανω των 65/Φοιτητικό/ ΑΜΕΑ: 15
ευρώ
Διάρκεια παράστασης: 115 λεπτά
Η παράσταση δεν έχει διάλειμμα.