Διαβάσαμε το βιβλίο Οι Σισιλιάνοι του Κωνσταντίνου Καπότση.
Διαβάσαμε το βιβλίο Οι Σισιλιάνοι του Κωνσταντίνου Καπότση.
Αριθμός Σελίδων 378
Βιβλιοδεσία Χαρτόδετο
Διαστάσεις 14x21
Ημ. Έκδοσης Ιούλιος 2023
ISBN 978-960-616-348-7
Τιμή: 14.40€
Οι εκδόσεις Αγγελάκη (Χαριλάου Τρικούπη 41, Αθήνα, ΤΚ 10681) είναι πια γνωστές και καταξιωμένες στο χώρο των εκδόσεων και λίγο πολύ όλοι νομίζω πως ίσως έχουν ένα βιβλίο τους στα ράφια της βιβλιοθήκης τους. Επιλέγουν με ιδιαίτερη προσοχή τους συγγραφείς με τους οποίους συνεργάζονται. Έκδίδουν βιβλία ποικίλης ύλης: ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ποίησης, παιδικά, δοκίμια, μελέτες, ιστορικά, θεατρικά, ψυχολογίας, γενικού ενδιαφέροντος και μυθιστορήματα.
Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο ''Οι Σισιλιάνοι'' του Κωνσταντίνου Καπότση. Είναι το δεύτερο έργο του, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2023 από τις εκδόσεις Αγγελάκη. Αποτελείται από 378 σελίδες και συγκαταλέγεται στο αφηγηματικό είδος του μυθιστορήματος. Είναι καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο και εγγυάται μια πλοκή, πολύ προσεγμένη στη λεπτομέρεια, που είμαι σίγουρη πως θα κρατήσει το ενδιαφέρον σας αμείωτο!
Η υπόθεση:
Δυο χρονιές σημαδιακές, το 1952 και το 1995, μπλέκουν στα δίχτυα της χρονοδίνης τους πρόσωπα και γεγονότα σε ένα νησί της Ελλάδας. Ο χρόνος, ως γνήσιος γλύπτης, φέρνει τη πραγματικότητα στα δικά του μέτρα και σταθμά. Η αφήγηση ξεκινά από το 1952 όταν ένας άντρας κληρονόμησε ένα κτήμα απ' τον πατέρα του που πέθανε. Και του οποίου είχε μεγάλη αδυναμία. Και με ένα φύσημα του ανέμου μεταφερόμαστε στο 1995. Εκεί όπου πάλι ένας άντρας πεθαίνει και ένας νεαρός, κληρονομεί...τον προπάππου του. Ναι καλά διαβάσατε.
Ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τη μητέρα του νεαρού, ήταν αυτό που τον ενημερώνει ότι πέθανε ο μπάρμπα Κώστας, ο παππούς του. Και φυσικά ότι πρέπει να παρευρεθεί κι αυτός στη κηδεία του. ΠΡΕΠΕΙ. Φορτισμένη λέξη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για οικογενειακούς δεσμούς. Ένας θάνατος ξαναφέρνει τον νεαρό σε επαφή με τις ρίζες και το χωριό του, αυτό που τόσο είχε προσπαθήσει να αποφύγει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η μοίρα του παίζει παιχνίδια και του φυλάει πολλές εκπλήξεις στο νησί. Κι ενώ ξεκινάει με το ζόρι και κακοδιάθετος με το που φτάνει εκεί και περπατά στα γνώριμα δρομάκια, οι ρυτίδες της ψυχής του μοιάζουν να γαληνεύουν και να απαλύνουν το πρόσωπο του αλλά και το μέσα του.
"Με τον παππού, μας έδεναν καλοκαίρια, μακρινά πια, περασμένα, από εκείνα που φάνταζαν στιγμιότυπα μιας άλλης ζωής. Κι όχι ότι δεν είχα νιώσει την ανάγκη να στεναχωρηθώ σαν να είχα ακούσει τη μητέρα να κλαίει, ή ότι δεν είχα προσπαθήσει. Αντίθετα, εκείνες τις πρώτες ώρες είχα παλέψει ν' ανασύρω πράγματα, να πιαστώ, μα ήταν σαν να 'ψαχνα στο σκοτάδι. Έπεφταν οι ρημάδες οι αναμνήσεις μέσα μου τόσο ξέθωρες, που δεν έφταναν να βάλουν μπρος την καρδιά. Ήλιος, τρύπιες κουρελούδες στρωμένες στη βάρκα, κι ο παππούς να ξεψαρώνει τ' αγκίστρια μου. Αυτό ήταν όλο."
Φτάνει αργοπορημένος, στο τέλος της τελετής σχεδόν. Μόλις τελειώνει η κηδεία, η μητέρα του τον ενημερώνει ότι πρέπει να μείνει στο νησί για άγνωστο χρονικό διάστημα ώστε να φροντίζει τον προπάππου του, ένα δύστροπο, υπερήλικο άντρα. Την άλλη μέρα εκείνη παίρνει τη γιαγιά και φεύγει. Εκείνος πρέπει να πράξει το χρέος του στην οικογένεια και να μείνει στο νησί να προσέχει τον γέρο Κρίτσαλο, που ήταν ακόμα παραδόξως εν ζωή. Η γιαγιά του τον είχε μεγαλώσει φοβερίζοντας τον με διάφορες Ιστορίες για εκείνον. Ήταν όμως ο πατέρας της γιαγιάς του, ο Γιώργος, απ' τον οποίο πήρε και το όνομα του. Στο τέλος, παρότι ήταν απροετοίμαστος, χαμένος ίσως και προβληματισμένος, βλέποντας τη μητέρα του τόσο συντετριμμένη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να δεχτεί να μείνει στο τόπο αυτό.
Οι μέρες περνούν. Οι ψυχροί δεσμοί με τον παράξενο γέρο αρχίζουν να θερμαίνονται. Το νησί που ως τώρα έμοιαζε σαν φυλακή για τον νεαρό, άρχιζε να φαίνεται ενδιαφέρον στα μάτια του καθώς έκανε νέους φίλους, κάτι αρχαιολόγους στις ανασκαφές των αρχαίων στο Παλιόκαστρο. Αυτοί ξέθαβαν και δίνανε ζωή στις πέτρες και τα ντουβάρια που ήταν άψυχα, ενώ εκείνος προσπαθούσε να δώσει ζωή σε έναν δύσκολο ηλικιωμένο που έμοιαζε να έχει καρδιά από πέτρα. Και κάπως έτσι κυλούσε η ζωή του πήγαινε στο Καφενείο τον τόπο συνάντησης, επικοινωνίας, συνδιαλλαγής και διασκέδασης των αντρών στο χωριό. Μάθαινε ιστορίες, γινόταν σιγά σιγά ένα με τους ντόπιους. Την ''καταδίκη'' του άρχισε να γλυκαίνει και ένας νέος έρωτας, με μια νεαρή αρχαιολόγο. Τον έρωτα που δεν είχε βρει στη πόλη τόσο καιρό, τον συνάντησε στον πιο μικρό τόπο, σε ένα νησί. Τι μυστικά κρύβονται όμως στο νησί; Πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις των ντόπιων με τους Άγγλους αρχαιολόγους; Ποιοι είναι οι Σισιλιάνοι; Πως τους υποδέχτηκαν οι νησιώτες και τι επιρροή είχαν στο τόπο αυτό; Πόσα ένοχα μυστικά χάθηκαν στη θάλασσα ή θάφτηκαν στο χώμα; Μια φούχτα πρόγονοι, μια πολύχρονη βεντέτα, οι Σισιλιάνοι, τα αρχαία στις ανασκαφές, Άγγλοι, Έλληνες, ένοχα μυστικά, φουρτούνες όλα μπλέκονται σε μια θάλασσα από μυστικά, μια θάλασσα που βλέπει τα πάντα αλλά δεν φανερώνει τίποτα σε κανέναν.
"...Αλλά γιατί μίλαγε με μια σπίθα, που 'χα ξεχάσει ότι υπήρχε στην ψυχή του ανθρώπου. Κι ίσως να ζήλεψα λίγο. Που την καλούσε δηλαδή το νησί σ'ένα νέο ξεκίνημα,κι εμένα με τράβαγε το άτιμο πίσω στον βούρκο."
Ένα βιβλίο που έχει θέμα τη ζωή και το θάνατο, την τρίτη ηλικία, τα ένοχα μυστικά, τους οικογενειακούς δεσμούς, τις έχθρες μεταξύ γειτονικών λαών, την ζωή στην νησιωτική επαρχία κλπ. Ο συγγραφέας περιγράφει ζωντανά και με λυρισμό τα γεγονότα και μας μεταφέρει στα χρόνια των παππούδων και των προπαππούδων του, περνόντας ταυτόχρονα κι ένα μήνυμα ανθρωπιάς. Τα πρόσωπα στο έργο είναι πολλά και οι περισσότεροι χαρακτήρες αναλύονται σε βάθος. Ο συγγραφέας πήρε ιστορίες από το δικό του οικογενειακό περιβάλλον και τις συνέθεσε με μαεστρία σε ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Γεώργιος Ι. Κρίτσαλος (1899-1995) ήταν υπαρκτό πρόσωπο, πιο συγκεκριμένα ο προπάππους του συγγραφέα.
Η ενασχόληση και η αγάπη για την λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να ανοίγουν οι ορίζοντες μας, να εξυψωνόμαστε πνευματικά και πολιτιστικά. Λίγα πράγματα ξέρουμε όμως για την ποιότητα και το περιεχόμενο ενός βιβλίου πριν το διαβάσουμε. Ωστόσο, όταν ένα βιβλίο σε ''τραβάει'' από τις πρώτες σελίδες του μάλλον πρόκεται για καλό σημάδι. Η πλοκή του βιβλίου αυτού με κράτησε σε αγωνία. Το διάβασα απνευστί, χωρίς να κλείσω τα φώτα, την ώρα που σε άλλη περίπτωση κανονικά θα έπρεπε να πάω για ύπνο. Γι'αυτό και θεωρώ πως το βιβλίο αυτό αξίζει την προσοχή σας. Ευχόμαστε στο Κωνσταντίνο το βιβλίο του να είναι καλοτάξιδο και ανυπομονούμε να διαβάσουμε την επόμενη συγγραφική του δουλειά.
***************
Βιογραφικό:
Ο Κωνσταντίνος Καπότσης, με καταγωγή από τη Σκόπελο, γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π. και παρακολούθησε με υποτροφία το μεταπτυχιακό πρόγραμμα αναστηλώσεων στο York της Αγγλίας.
Από τις εκδόσεις Αγγελάκη έχει κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημα: «Ο ψίθυρος της Ιθάκης».
Δελτίο τύπου από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Μα τι νόμιζε κι αυτός; Πόσο να ξεμακρύνουν τα πράγματα που 'χαν στριμώξει μέσα του; Τα καταχώνιαζε κάθε που 'βγαιναν πάνω, τα ξανάριχνε βαθιά στην ψυχή του χρόνια ολόκληρα, σαν τσουβάλια μ' ελιές που στούμπωναν το ’να πάνω στ' άλλο για να ξεζουμιστούν. Και τώρα, του 'χαν φτάσει τα φλούδια μέχρι τον λαιμό...»
Μετά από χρόνια, ένας νέος επιστρέφει στο νησί του, όπου αναγκάζεται να μείνει μαζί με τον προπάππου του, έναν άνθρωπο που θυμάται σαν κακό παραμύθι. Συνηθισμένοι οι δυο τους να τρέχουν μακριά απ’ το παρελθόν, δυσφορούν στην αρχή με τούτη τη συμβίωση, δεν μιλούν. Μα σαν αποφασίζουν να κοιταχτούν μες στα μάτια, ψάχνουν απεγνωσμένα να σμίξουν σαν δυο σταγόνες νερό. Χώμα, φωτιά, αίμα, ξυπνούν ξαφνικά στις φλέβες τους, κι αρχίζουν να κυλούν όλο και πιο γρήγορα καθώς φεύγουν οι μέρες.
Θα προλάβουν; Μήπως έχουν αργήσει πολύ για να τρέξουν πίσω από δεσμούς λησμονημένους; Τα σημάδια δείχνουν καλά. Μα όχι όλα. Γιατί ο γέρος κουβαλά μυστικά που στοιχειώνουν. Και μαζί με τις ζωές και τις πέτρες που ξεθάβονται στο νησί, ξεθάβεται και σκοτάδι.